ιουνιανά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | ιουνιανά | ||
| γενική | των | ιουνιανών | ||
| αιτιατική | τα | ιουνιανά | ||
| κλητική | ιουνιανά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιουνιανά < ιουνιανός
Ουσιαστικό
ιουνιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιστορία) βίαιες αιματηρές συγκρούσεις που συνέβησαν στην Ελλάδα κατά το 1863
-
ιουνιανά στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ιουνιανά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.