ιλουστρασιόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ιλουστρασιόν < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική illustration [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.lu.stɾaˈsçon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιλουστρασιόν

Επίθετο

ιλουστρασιόν άκλιτο

  1. (τυπογραφία, για χαρτί) γυαλιστερό και κατάλληλο για εκτυπώσεις (φωτογραφίες, περιοδικά κ.λπ.)
  2. που είναι φτιαγμένος από γυαλιστερό χαρτί
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) που είναι εξωτερικά εντυπωσιακός, αλλά εσωτερικά χωρίς ουσία

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.