ιδιοκατοικήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ιδιοκατοικήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ιδιοκατοικώ
  2. θα ιδιοκατοικήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ιδιοκατοικώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ιδιοκατοικήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιδιοκατοίκηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.