ιδιοκατοικώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ιδιοκατοικώ < ιδιο- + κατοικώ
Συγγενικά
- ιδιοκατοίκηση
- → δείτε τις λέξεις ίδιος, κατοικώ και οίκος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ιδιοκατοικώ | ιδιοκατοικούσα | θα ιδιοκατοικώ | να ιδιοκατοικώ | ιδιοκατοικώντας | |
| β' ενικ. | ιδιοκατοικείς | ιδιοκατοικούσες | θα ιδιοκατοικείς | να ιδιοκατοικείς | (ιδιοκατοίκει) | |
| γ' ενικ. | ιδιοκατοικεί | ιδιοκατοικούσε | θα ιδιοκατοικεί | να ιδιοκατοικεί | ||
| α' πληθ. | ιδιοκατοικούμε | ιδιοκατοικούσαμε | θα ιδιοκατοικούμε | να ιδιοκατοικούμε | ||
| β' πληθ. | ιδιοκατοικείτε | ιδιοκατοικούσατε | θα ιδιοκατοικείτε | να ιδιοκατοικείτε | ιδιοκατοικείτε | |
| γ' πληθ. | ιδιοκατοικούν(ε) | ιδιοκατοικούσαν(ε) | θα ιδιοκατοικούν(ε) | να ιδιοκατοικούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ιδιοκατοίκησα | θα ιδιοκατοικήσω | να ιδιοκατοικήσω | ιδιοκατοικήσει | ||
| β' ενικ. | ιδιοκατοίκησες | θα ιδιοκατοικήσεις | να ιδιοκατοικήσεις | ιδιοκατοίκησε | ||
| γ' ενικ. | ιδιοκατοίκησε | θα ιδιοκατοικήσει | να ιδιοκατοικήσει | |||
| α' πληθ. | ιδιοκατοικήσαμε | θα ιδιοκατοικήσουμε | να ιδιοκατοικήσουμε | |||
| β' πληθ. | ιδιοκατοικήσατε | θα ιδιοκατοικήσετε | να ιδιοκατοικήσετε | ιδιοκατοικήστε | ||
| γ' πληθ. | ιδιοκατοίκησαν ιδιοκατοικήσαν(ε) |
θα ιδιοκατοικήσουν(ε) | να ιδιοκατοικήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ιδιοκατοικήσει | είχα ιδιοκατοικήσει | θα έχω ιδιοκατοικήσει | να έχω ιδιοκατοικήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ιδιοκατοικήσει | είχες ιδιοκατοικήσει | θα έχεις ιδιοκατοικήσει | να έχεις ιδιοκατοικήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ιδιοκατοικήσει | είχε ιδιοκατοικήσει | θα έχει ιδιοκατοικήσει | να έχει ιδιοκατοικήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ιδιοκατοικήσει | είχαμε ιδιοκατοικήσει | θα έχουμε ιδιοκατοικήσει | να έχουμε ιδιοκατοικήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ιδιοκατοικήσει | είχατε ιδιοκατοικήσει | θα έχετε ιδιοκατοικήσει | να έχετε ιδιοκατοικήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ιδιοκατοικήσει | είχαν ιδιοκατοικήσει | θα έχουν ιδιοκατοικήσει | να έχουν ιδιοκατοικήσει |
| |
Μεταφράσεις
ιδιοκατοικώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.