θύραθεν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θύραθεν < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική θύραθεν (οι μη χριστιανοί) < αρχαία ελληνική θύραθεν (έξω από την πόρτα).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε θύρα + -θεν < αρχαία ελληνική -θεν (από)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθi.ɾa.θen/
Επίρρημα
θύραθεν
- από έξω
- που έχει κοσμικό κι όχι εκκλησιαστικό χαρακτήρα
Εκφράσεις
- θύραθεν παιδεία: η κλασική παιδεία σε αντιδιαστολή προς την εκκλησιαστική
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
θύραθεν
|
|
Αναφορές
- θύραθεν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίρρημα
θύραθεν
- προερχόμενο έξω από την πόρτα
- απέξω
Πηγές
- θύραθεν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θύραθεν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.