θλιβερά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
θλιβερά
<
θλιβερός
Επίρρημα
θλιβερά
με
θλιβερό
τρόπο, προκαλώντας
θλίψη
Μεταφράσεις
θλιβερά
γαλλικά
:
tristement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
θλιβερά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
θλιβερό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.