θεωρητικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
θεωρητικά < θεωρητικός + -α
Επίρρημα
θεωρητικά
- κατά θεωρητικό τρόπο
- για κάτι που λαμβάνεται ως υπόθεση, βάση για έναν συλλογισμό
Μεταφράσεις
θεωρητικά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.