θεωρητικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θεωρητικά < θεωρητικός +

Επίρρημα

θεωρητικά

  1. κατά θεωρητικό τρόπο
  2. για κάτι που λαμβάνεται ως υπόθεση, βάση για έναν συλλογισμό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

θεωρητικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.