θεσπίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
θεσπίσεις
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
θεσπίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θέσπιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.