θερμομετρήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

θερμομετρήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θερμομετρώ
  2. θα θερμομετρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θερμομετρώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

θερμομετρήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θερμομέτρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.