θεοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

θεοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θεοποιώ
  2. θα θεοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θεοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

θεοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θεοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.