θαμίζω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
θαμίζω
<
θαμά
Ρήμα
θαμίζω
συχνάζω
ασχολούμαι
συχνά
συνηθίζω
κάτι
Συγγενικά
θαμιστικός
θαμινός
(συχνός, πυκνός)
θάμυρις
πανηγύρι
, γιορτή
Θάμυρις
θαμινά
επίρρημα
θάμνος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.