ηπειρωτικά

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ηπειρωτικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ηπειρωτικά
      γενική των ηπειρωτικών
    αιτιατική τα ηπειρωτικά
     κλητική ηπειρωτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηπειρωτικά<πληθυντικός ουδετέρου του επιθέτου ηπειρωτικός ως ουσ. }

Ουσιαστικό

ηπειρωτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.