ηλεκτρίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ηλεκτρίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηλεκτρίζω
  2. θα ηλεκτρίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηλεκτρίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ηλεκτρίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ηλέκτριση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.