ζῳογενής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ζῳογενής < ζῷον και γίγνομαι

Επίθετο

ζῳογενής, ής, ές

  1. που γεννήθηκε από ζώο, ζωώδης
  2. που είναι έμψυχος, θνητός, σε αντιδιαστολή προς το άψυχο αλλά και το αιώνιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.