ζῳογενής
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ζῳογενής
<
ζῷον
και
γίγνομαι
Επίθετο
ζῳογενής
, ής, ές
που γεννήθηκε από ζώο,
ζωώδης
που είναι έμψυχος,
θνητός
, σε αντιδιαστολή προς το άψυχο αλλά και το αιώνιο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.