ζυγίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ζυγίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζυγίζω
  2. θα ζυγίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζυγίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ζυγίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζύγιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.