ζιγκλέρ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
ζιγκλέρ και ζικλέρ ουδέτερο άκλιτο
- σωληνάκι του καρμπιρατέρ που επιτρέπει στη βενζίνη να αναπηδήσει στον αέρα που πηγαίνει προς τον κινητήρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.