ζημιώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζημιώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ζημιώνω
Ρήμα
ζημιώνομαι, πρτ.: ζημιωνόμουν, στ.μέλλ.: θα ζημιωθώ, αόρ.: ζημιώθηκα, μτχ.π.π.: ζημιωμένος
- υφίσταμαι ζημία, οικονομική ή άλλη, βλάπτονται τα συμφέροντά μου
Μεταφράσεις
ζημιώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.