ζάθεος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ζάθεος < ζά- (επιτατικό μόριο) και Θεός

Επίθετο

ζάθεος, α, ον

  1. ο πολύ ιερός (τόπος) ή γενικά ο καθαγιασμένος, ο θεόσταλτος, ο πολύ ισχυρός, μεταφορικά ο θεϊκός, ο εντυπωσιακός, ο πανέμορφος
    ζάθεος χρόνος -ζάθεοι ἄνεμοι - ζαθέᾳ Πύλῳ
  2. ο ιδιαίτερα σημαντικός Θεός (ελληνιστική έννοια μάλλον)
    ζάθεος Ἀπόλλων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.