εὔξεινος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ εὔξεινος | τὸ εὔξεινον | οἱ, αἱ εὔξεινοι | τὰ εὔξεινα |
| Γενική | τοῦ, τῆς εὐξείνου | τοῦ εὐξείνου | τῶν εὐξείνων | τῶν εὐξείνων |
| Δοτική | τῷ, τῇ εὐξείνῳ | τῷ εὐξείνῳ | τοῖς, ταῖς εὐξείνοις | τοῖς εὐξείνοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν εὔξεινον | τὸ εὔξεινον | τοὺς, τὰς εὐξείνους | τὰ εὔξεινα |
| Κλητική | εὔξεινε | εὔξεινον | εὔξεινοι | εὔξεινα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | εὐξείνω | |||
| Γενική-Δοτική | εὐξείνοιν | |||
Επίθετο
εὔξεινος, -ος, -ον (ιωνικός τύπος) & εὔξενος, -ος, -ον
- καλός προς τους ξένους
- φιλόξενος, φιλικός
Αντώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- Εὔξεινος Πόντος (κατ' ευφημισμό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.