εὔξενος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

εὔξενος < εὖ + ξένος

Επίθετο

εὔξενος, -ος, -ον & (ιωνικός τύπος) εὔξεινος, -ος, -ον

  1. καλός προς τους ξένους
  2. φιλόξενος, φιλικός

Εκφράσεις

Κλίση

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὔξενος τὸ εὔξενον οἱ, αἱ εὔξενοι τὰ εὔξενα
Γενική τοῦ, τῆς εὐξένου τοῦ εὐξένου τῶν εὐξένων τῶν εὐξένων
Δοτική τῷ, τῇ εὐξένῳ τῷ εὐξένῳ τοῖς, ταῖς εὐξένοις τοῖς εὐξένοις
Αιτιατική τὸν, τὴν εὔξενον τὸ εὔξενον τοὺς, τὰς εὐξένους τὰ εὔξενα
Κλητική εὔξενε εὔξενον εὔξενοι εὔξενα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐξένω
Γενική-Δοτική εὐξένοιν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.