εὐφραίνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | εὐφραίνω | εὐφραίνομαι |
| Παρατατικός | ηὔφραινον | εὐφραινόμην |
| Μέλλοντας | εὐφρᾰνῶ ιωνικός, επικός εὐφρανέω | εὐφρᾰνοῦμαι | εὐφρανθήσομαι |
| Αόριστος | ἔφρᾱνα, ηὔφρανα επικός: εὔφρηνα | — | εὐφράνθην, ηὐφράνθην |
| Παρακείμενος | ||
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- εὐφραίνω < *εὐ-φραν-jω (αν-jω>αίνω) < εὐ- + θέμα φραν-, μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος του φρήν
Εκφράσεις
ετυμολογικό πεδίο
εὐφραν- εὐφρον-
εὐφραν- εὐφρον-
Παράγωγα
|
Σύνθετα
|
Πηγές
- εὐφραίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εὐφραίνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.