εὐφραίνω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  εὐφραίνω   εὐφραίνομαι 
Παρατατικός  ηὔφραινον   εὐφραινόμην 
Μέλλοντας  εὐφρᾰνῶ ιωνικός, επικός εὐφρανέω   εὐφρᾰνοῦμαι | εὐφρανθήσομαι 
Αόριστος  ἔφρᾱνα, ηὔφρανα επικός: εὔφρηνα    — | εὐφράνθην, ηὐφράνθην 
Παρακείμενος
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

εὐφραίνω < *εὐ-φραν-jω (αν-jω>αίνω) < εὐ- + θέμα φραν-, μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος του φρήν

Ρήμα

εὐφραίνω

Εκφράσεις


 ετυμολογικό πεδίο 
εὐφραν- εὐφρον- 

Παράγωγα

  • ἀνευφρανσία
  • ἀνεύφραντος
  • ἀνευφρόσυνος
  • εὐφράντης
  • εὐφραντικός
  • εὐφραντοποιός
  • εὐφραντός
  • εὐφρόνα
  • εὐφρονέων, ἐϋφρονέων
  • εὐφρόνη
  • εὐφρονίδης
  • εὐφρόνως
  • εὐφροσύνα
  • εὐφροσύνη, ἐυφροσύνη
  • εὐφρόσυνος
  • εὔφρων
  • φιλευφρόσυνος

Σύνθετα

  • ἀνευφραίνομαι
  • ἐξευφραίνομαι
  • ἐνευφραίνομαι
  • ἐπευφραίνομαι
  • κατευφραίνω
  • προευφραίνω
  • προσευφραίνω
  • συνευφραίνομαι
  • ὑπερευφραίνομαι
  • ὑπερευφραίνω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.