επανάγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επανάγω < αρχαία ελληνική ἐπανάγω

Ρήμα

επανάγω

  1. (αρχαιοπρεπές) επιστρέφω
  2. (αρχαιοπρεπές) επαναφέρω
  3. (νομικός όρος) εφεσιβάλλω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.