εφάπαξ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
εφάπαξ ουδέτερο άκλιτο
- (συνεκδοχικά) χρηματικό ποσό που παίρνει κάποιος από το ασφαλιστικό του ταμείο όταν βγαίνει στη σύνταξη
Μεταφράσεις
επίρρημα—μια μόνο φορά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.