ευεργετούμε
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.veɾ.ʝeˈtu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐ερ‐γε‐τού‐με
- ομόηχο: ευεργετούμαι
Ρηματικός τύπος
ευεργετούμε
- α' πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος ευεργετώ
- παλιότερος τύπος: εὐεργετοῦμεν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.