ευελπιστώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ευελπιστώ < αρχαία ελληνικήεὐελπιστῶ < εὖ + ἐλπίς

Προφορά

ΔΦΑ : /e.vel.piˈsto/

Ρήμα

ευελπιστώ

δεν ξέρει πώς έγραψε στις εξετάσεις, αλλά ευελπιστεί
ευελπιστώ ότι θα πάρω την προαγωγή

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.