ευδοκήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ευδοκήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευδοκώ
  2. θα ευδοκήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευδοκώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ευδοκήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ευδόκηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.