ευγενέστερα
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
ευγενέστερα και (λαϊκότροπο) ευγενικότερα
- με πιο ευγενικό τρόπο, με μεγαλύτερη ευγένεια
- Άμα του το είχες ζητήσει ευγενέστερα θα σε είχε αφήσει να παίξεις με το παιχνίδι του
- Πρέπει να μιλάς ευγενέστερα, αλλά εσύ νομίζεις ότι πληθυντικό σχηματίζει μόνο το εικοσάρικο κι αυτό περιστασιακά, όταν σου δίνω χαρτζιλίκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.