εστέρες
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εστέρες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εστέρας
- κατηγορία οργανικών χημικών ενώσεων που παράγονται από ένα οξύ με αντικατάσταση ενός τουλάχιστον υδροξυλίου από μια αλκοξυλομάδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.