επιτροπεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
επιτροπεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτροπεύω
- θα επιτροπεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτροπεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επιτροπεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιτρόπευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.