επισπεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επισπεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισπεύδω
  2. θα επισπεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισπεύδω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επισπεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίσπευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.