επισκοπεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επισκοπεύω < ελληνιστική κοινή ἐπισκοπεύω < αρχαία ελληνική ἐπίσκοπος
Συγγενικά
- επισκοπεία
- → δείτε τις λέξεις επίσκοπος, επί και σκοπός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επισκοπεύω | επισκόπευα | θα επισκοπεύω | να επισκοπεύω | επισκοπεύοντας | |
| β' ενικ. | επισκοπεύεις | επισκόπευες | θα επισκοπεύεις | να επισκοπεύεις | επισκόπευε | |
| γ' ενικ. | επισκοπεύει | επισκόπευε | θα επισκοπεύει | να επισκοπεύει | ||
| α' πληθ. | επισκοπεύουμε | επισκοπεύαμε | θα επισκοπεύουμε | να επισκοπεύουμε | ||
| β' πληθ. | επισκοπεύετε | επισκοπεύατε | θα επισκοπεύετε | να επισκοπεύετε | επισκοπεύετε | |
| γ' πληθ. | επισκοπεύουν(ε) | επισκόπευαν επισκοπεύαν(ε) |
θα επισκοπεύουν(ε) | να επισκοπεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επισκόπευσα | θα επισκοπεύσω | να επισκοπεύσω | επισκοπεύσει | ||
| β' ενικ. | επισκόπευσες | θα επισκοπεύσεις | να επισκοπεύσεις | επισκόπευσε | ||
| γ' ενικ. | επισκόπευσε | θα επισκοπεύσει | να επισκοπεύσει | |||
| α' πληθ. | επισκοπεύσαμε | θα επισκοπεύσουμε | να επισκοπεύσουμε | |||
| β' πληθ. | επισκοπεύσατε | θα επισκοπεύσετε | να επισκοπεύσετε | επισκοπεύστε | ||
| γ' πληθ. | επισκόπευσαν επισκοπεύσαν(ε) |
θα επισκοπεύσουν(ε) | να επισκοπεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επισκοπεύσει | είχα επισκοπεύσει | θα έχω επισκοπεύσει | να έχω επισκοπεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επισκοπεύσει | είχες επισκοπεύσει | θα έχεις επισκοπεύσει | να έχεις επισκοπεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επισκοπεύσει | είχε επισκοπεύσει | θα έχει επισκοπεύσει | να έχει επισκοπεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επισκοπεύσει | είχαμε επισκοπεύσει | θα έχουμε επισκοπεύσει | να έχουμε επισκοπεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επισκοπεύσει | είχατε επισκοπεύσει | θα έχετε επισκοπεύσει | να έχετε επισκοπεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επισκοπεύσει | είχαν επισκοπεύσει | θα έχουν επισκοπεύσει | να έχουν επισκοπεύσει |
| |
Μεταφράσεις
επισκοπεύω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.