επισκιάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επισκιάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισκιάζω
  2. θα επισκιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισκιάζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επισκιάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επισκίαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.