επιμορφώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επιμορφώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιμορφώνω
  2. θα επιμορφώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιμορφώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επιμορφώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιμόρφωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.