επιμορφώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
επιμορφώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιμορφώνω
- θα επιμορφώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιμορφώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επιμορφώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιμόρφωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.