επικεντρώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επικεντρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικεντρώνω
  2. θα επικεντρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικεντρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επικεντρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επικέντρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.