επικαθίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επικαθίζω < αρχαία ελληνική ἐπικαθίζω

Ρήμα

επικαθίζω

  1. (μεταβατικό) τοποθετώ κάποιον σε κάθισμα, τον βάζω να καθίσει
  2. (αμετάβατο) άλλη μορφή του επικάθομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.