επικαθίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επικαθίζω < αρχαία ελληνική ἐπικαθίζω
Ρήμα
επικαθίζω
- (μεταβατικό) τοποθετώ κάποιον σε κάθισμα, τον βάζω να καθίσει
- (αμετάβατο) άλλη μορφή του επικάθομαι
Μεταφράσεις
επικαθίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.