επιθεωρήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επιθεωρήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιθεωρώ
  2. θα επιθεωρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιθεωρώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επιθεωρήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιθεώρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.