επιβραβεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επιβραβεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιβραβεύω
  2. θα επιβραβεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιβραβεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επιβραβεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιβράβευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.