επαφίεμαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.paˈfi.e.me/
Ετυμολογία
- επαφίεμαι < αρχαία ελληνική ἐπαφίημι
Ρήμα
επαφίεμαι (αποθετικό ρήμα)
- αφήνω τον εαυτό μου σε κάποιον ή κάτι, εμπιστεύομαι
- H τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Eλλήνων. (Σύνταγμα της Ελλάδας, όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 27ης Μαΐου 2008 της Η΄ Αναθεωρητικής Bουλής των Ελλήνων, άρθρο 120.4)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.