εξωπραγματικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξωπραγματικά < εξωπραγματικ(ός) + -ά
Αντώνυμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εξωπραγματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξωπραγματικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.