εξεπίτηδες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξεπίτηδες < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐξεπίτηδες

Προφορά

ΔΦΑ : /e.kseˈpi.ti.ðes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξεπίτηδες
παλιότερος συλλαβισμός: εξεπίτηδες

Επίρρημα

εξεπίτηδες

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.