εξεπίτηδες
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξεπίτηδες < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐξεπίτηδες
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kseˈpi.ti.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξε‐πί‐τη‐δες
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ε‐πί‐τη‐δες
Επίρρημα
εξεπίτηδες
- επίτηδες
- ※ Εξεπίτηδες φώναζε δυνατά να πάρω είδηση. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.