εξασφαλίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εξασφαλίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξασφαλίζω
  2. θα εξασφαλίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξασφαλίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εξασφαλίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξασφάλιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.