εξακριβωμένα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξακριβωμένα < εξακριβωμένος + -α
Αντώνυμα
Συνώνυμα
Κλιτικός τύπος μετοχής
εξακριβωμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξακριβωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.