εξαιτούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξαιτούμαι < αρχαία ελληνική ἐξαιτέομαι /ἐξαιτοῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐξαιτέω / ἐξαιτῶ

Ρήμα

εξαιτούμαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.