εν λευκώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Έκφραση
εν λευκώ
- (λόγιο) χωρίς δέσμευση ή περιορισμούς, ανεπιφύλακτα, ελεύθερα
- ※ Το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου θα διαχειρίζεται σχεδόν εν λευκώ τη δημόσια περιουσία χωρίς υποχρεωτική έγκριση της Βουλής για τη μορφή της αξιοποίησης.(* @enet.gr)
Μεταφράσεις
εν λευκώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.