εν κρυπτώ και παραβύστω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εν κρυπτώ και παραβύστω < (καθαρεύουσα ) ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ < ἐν, κρυπτῷ, καί, παραβύστῳ (δοτική ενικού των κρυπτός, παράβυστος)  δείτε τις λέξεις εν, κρυπτός και παράβυστος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

εν κρυπτώ και παραβύστω

  • (λόγιο) στα κρυφά και στα μυστικά
    Η μεταφορά ολόκληρης ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο, το 1964, είχε γίνει εν κρυπτώ και παραβύστω.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.