παράβυστος
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- παράβυστος < αρχαία ελληνική παράβυστος < παραβύω < παρά + βύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Επίθετο
παράβυστος, -ος, -ον
- που παραχώνεται, που στριμώχνεται ανάμεσα σε άλλους για να χωρέσει· αναφέρεται πχ σε έναν απρόσκλητο επισκέπτη ή στο κάθισμα που τοποθετείται σε μια γωνία (για να χωρέσει και αυτός)
- που βρίσκεται σε μια γωνία, σε μέρος απόμερο, άρα και μυστικό
- το παράβυστον: το δικαστήριο των Ένδεκα της αρχαίας Αθήνας, που συνεδρίαζε σε μυστικό και απόμερο μέρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.