εν αναμονή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εν αναμονή < (καθαρεύουσα ) ἐν ἀναμονῇ (δοτική του ἀναμονή) → δείτε τις λέξεις εν και αναμονή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
εν αναμονή
- (λόγιο) σε αναμονή, αναμένοντας
- ↪ παραμένουμε εν αναμονή οδηγιών
- ↪ εν αναμονή πολιτικών εξελίξεων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.