εν ανάγκη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Έκφραση
εν ανάγκη
- (λόγιο) στη δύσκολη στιγμή, σε περίπτωση ανάγκης, αν είναι απαραίτητο και χρειαστεί.
- ※ Άφησε να εννοηθεί ότι δεν θα εμποδίσει τον κόσμο να ψηφίσει αν δει ότι υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθούν σοβαρά επεισόδια, πηγαίνοντας εν ανάγκη κόντρα στη σχετική δικαστική εντολή. (* Εφημερίδα των Συντακτών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.