ενόντων

Ετυμολογία

ενόντων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνόντων, γενική πληθυντικού αρσενικού ή ουδέτερου της μετχοχής ενεστώτα ἐνών του ρήματος ἔνειμι (είμαι παρών, βρίσκομαι εντός)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈnon.don/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενόντων

Κλιτικός τύπος μετοχής

ενόντων

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.