ενσαρκώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενσαρκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ενσαρκώνω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ενσαρκώνομαι | ενσαρκωνόμουν(α) | θα ενσαρκώνομαι | να ενσαρκώνομαι | ||
| β' ενικ. | ενσαρκώνεσαι | ενσαρκωνόσουν(α) | θα ενσαρκώνεσαι | να ενσαρκώνεσαι | (ενσαρκώνου) | |
| γ' ενικ. | ενσαρκώνεται | ενσαρκωνόταν(ε) | θα ενσαρκώνεται | να ενσαρκώνεται | ||
| α' πληθ. | ενσαρκωνόμαστε | ενσαρκωνόμαστε ενσαρκωνόμασταν |
θα ενσαρκωνόμαστε | να ενσαρκωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | ενσαρκώνεστε | ενσαρκωνόσαστε ενσαρκωνόσασταν |
θα ενσαρκώνεστε | να ενσαρκώνεστε | (ενσαρκώνεστε) | |
| γ' πληθ. | ενσαρκώνονται | ενσαρκώνονταν ενσαρκωνόντουσαν |
θα ενσαρκώνονται | να ενσαρκώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ενσαρκώθηκα | θα ενσαρκωθώ | να ενσαρκωθώ | ενσαρκωθεί | ||
| β' ενικ. | ενσαρκώθηκες | θα ενσαρκωθείς | να ενσαρκωθείς | ενσαρκώσου | ||
| γ' ενικ. | ενσαρκώθηκε | θα ενσαρκωθεί | να ενσαρκωθεί | |||
| α' πληθ. | ενσαρκωθήκαμε | θα ενσαρκωθούμε | να ενσαρκωθούμε | |||
| β' πληθ. | ενσαρκωθήκατε | θα ενσαρκωθείτε | να ενσαρκωθείτε | ενσαρκωθείτε | ||
| γ' πληθ. | ενσαρκώθηκαν ενσαρκωθήκαν(ε) |
θα ενσαρκωθούν(ε) | να ενσαρκωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ενσαρκωθεί | είχα ενσαρκωθεί | θα έχω ενσαρκωθεί | να έχω ενσαρκωθεί | ενσαρκωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ενσαρκωθεί | είχες ενσαρκωθεί | θα έχεις ενσαρκωθεί | να έχεις ενσαρκωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ενσαρκωθεί | είχε ενσαρκωθεί | θα έχει ενσαρκωθεί | να έχει ενσαρκωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ενσαρκωθεί | είχαμε ενσαρκωθεί | θα έχουμε ενσαρκωθεί | να έχουμε ενσαρκωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ενσαρκωθεί | είχατε ενσαρκωθεί | θα έχετε ενσαρκωθεί | να έχετε ενσαρκωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ενσαρκωθεί | είχαν ενσαρκωθεί | θα έχουν ενσαρκωθεί | να έχουν ενσαρκωθεί | ||
Μεταφράσεις
ενσαρκώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.